Μήπως ισχύει με τα φάρμακα ό,τι και με τα λαχανικά; Από τον παραγωγό μέχρι τον καταναλωτή η τιμή ανεβαίνει κι ανεβαίνει; Περίπου έτσι. Μόνον που ενα πακέτο με 30 ταμπλέτες μπορεί να αποφέρει στην εταιρεία που το παράγει κέρδος πάνω από 3.000%! Γίνεται; Και όμως γίνεται!
Η διεθνής μελέτη για το πραγματικό κόστος των φαρμάκων του Girish Malhotra προέδρου του οργανισμού EPCOT International (ο πλέον κυρίαρχος οργανισμός των ΗΠΑ σε θέματα φαρμακοβιομηχανίας) και η τελευταία προκαταρκτική έκθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού της Ε.Ε., αποσπάσματα των οποίων δημοσιεύει σήμερα η «Κ.Ε.», λύνουν αρκετές απορίες... δυστυχώς.
Αυτό που προκύπτει από την έκθεση της Ε.Ε. είναι ότι οι πολυεθνικές φαρμακοβιομηχανίες ξοδεύουν περισσότερα για την προώθηση ενός φαρμάκου απ' ό,τι για την έρευνα μιας νέας δραστικής ουσίας και την ανάπτυξη ενός σκευάσματος.
Παίρνουμε το παράδειγμα του φαρμάκου των 80 ευρώ, ενός αντικαταθλιπτικού που συνταγογραφείται ευρέως στη χώρα μας με τη μορφή ταμπλετών και παρασκευάζεται από εργοστάσιο των ΗΠΑ. Η δραστική του ουσία είναι η ΑΡΙ 2-Benzhy-drylsuflinyl acetamide.
Το εργοστασιακό κόστος της ουσίας είναι 8,34 δολάρια το κιλό. Πουλιέται 30,16 δολάρια το κιλό, με το ποσοστό κέρδους για τον προμηθευτή της πρώτης ύλης να ανέρχεται στο 40%. Οταν αυτή η δραστική ουσία μετατρέπεται σε ταμπλέτες για να πουληθεί στο κοινό, η τιμή της φτάνει τα 210,65 δολάρια το κιλό. Οι ταμπλέτες φαρμάκων συσκευάζονται και πωλούνται ανά μονάδες και όχι ανά βάρος, οπότε καταλαβαίνει κανείς το πρώτο μεγάλο σκαλοπάτι της αισχροκέρδειας.
Πόσο όμως κοστίζει η κατασκευή μιας ταμπλέτας με τη συγκεκριμένη ουσία; Σύμφωνα με τον Malhotra, μία ταμπλέτα 200 mg κοστίζει μόλις 0,0076 δολ. Το κουτί του συγκεκριμένου φαρμάκου κυκλοφορεί με 30 ταμπλέτες μέσα, δηλαδή κόστος παρασκευής 1,581 δολ. Στη χονδρική το συγκεκριμένο φάρμακο στη χώρα μας πωλείται περίπου 55,09 ευρώ (Δελτίο Τιμών 2010). Με θεωρητική αντιστοιχία 1 ευρώ=1 δολάριο, το κέρδος της φαρμακοβιομηχανίας που το παράγει ανέρχεται σε 3.384,50% για κάθε κουτί! Φυσικά το κέρδος είναι μεγαλύτερο καθώς η αντιστοιχία ευρώ και δολαρίου που θέσαμε είναι θεωρητική.
Το μεγάλο «παιχνίδι» παίζεται με τα φάρμακα της κατηγορίας blockbuster. Είναι τα αγαπημένα φάρμακα των βιομηχανιών, καθώς το ετήσιο κέρδος τους ανέρχεται σε 1 δισεκατομμύριο δολάρια!
Για να παραχθεί το συγκεκριμένο φάρμακο που αναφέραμε παραπάνω και το οποίο στη χονδρική πωλείται 55 ευρώ και κάτι -ανήκει στην κατηγορία blockbuster- απαιτούνται ετησίως 25.000 κιλά δραστικής ουσίας.
Σύμφωνα με το εργοστασιακό κόστος παρασκευής της δραστικής ουσίας (ΑΡΙ) και κατασκευής ταμπλετών, η παρασκευή 200 mg δραστικής ουσίας του συγκεκριμένου σκευάσματος είναι 0,0076 δολ. και το κόστος παρασκευής μιας ταμπλέτας είναι 0,0527 δολ.
Σε περίπτωση που η φαρμακοβιομηχανία αναθέσει μέσω υπεργολαβίας την παρασκευή πρώτης ύλης, μαζί με τους μεσάζοντες-συσκευαστές για το συγκεκριμένο φάρμακο που αποφέρει έσοδα 1 δισεκατομμύριο δολάρια ετησίως, το κόστος που η εταιρεία πληρώνει στον κατασκευαστή-υπεργολάβο είναι 770.000 δολάρια και στους μεσάζοντες-κατασκευαστές 5.300.000 δολάρια! Το κέρδος, λοιπόν, για την φαρμακοβιομηχανία φτάνει τα 993.930.000 δολάρια!!
Για τα γενόσημα, τα κέρδη είναι ακόμη μεγαλύτερα. Για τζίρο 1 δισ. δολάρια από φάρμακο ταμπλέτας 200 mg, χρειάζονται 25.000 κιλά δραστικής ουσίας. Για τζίρο 1 δισ. δολάρια από φάρμακο γενόσημο ταμπλέτας 1 mg απαιτούνται μόλις 125 κιλά δραστικής ουσίας.
«Συγκρινόμενο με το ποσοστό κέρδους φαρμακείων και φαρμακαποθηκών, το κέρδος των φαρμακοβιομηχανιών φαντάζει κολοσσιαίο. Σύμφωνα με τα σύγχρονα διεθνή δεδομένα, αυτό είναι που κατατρώει τα χρήματα των ασφαλιστικών ταμείων. Ακόμη και η υπερσυνταγογράφηση σαν παθογένεια σε υπερκοστολογημένα φάρμακα ζημιώνει πολύ περισσότερο τα ασφαλιστικά ταμεία από το να γινόταν σε ορθολογικώς κοστολογημένα στην εργοστασιακή τους τιμή», επισημαίνει ο φαρμακοποιός Γιάννης Δαγρές, μέλος του δ.σ. του Φαρμακευτικού Συλλόγου Αττικής.
Τι λέει όμως γι' αυτό η τελευταία και πιο πρόσφατη μελέτη της Επιτροπής Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης;
Την περίοδο 2000-2007 οι εταιρείες πρωτοτύπων φαρμάκων ξόδεψαν κατά μέσον όρο 17% του συνολικού τους τζίρου από τα συνταγογραφούμενα φάρμακα για «Ερευνα και Ανάπτυξη». Από αυτό, όμως, μόνον το 1,5% είναι πραγματική πρωτογενής έρευνα. Ενα 15,5% δόθηκε για προκλινικές μελέτες και μετακλινικά τεστ, η συμβολή των οποίων στην έρευνα, με τον τρόπο που ορισμένες φορές γίνεται σήμερα, προβληματίζει σοβαρά.
«Τα πρωτότυπα φάρμακα δεν ενσωματώνουν παρά αμελητέα υπεραξία σε έρευνα σχετιζόμενη με τις φαρμακοβιομηχανίες. Αυτό αδυνατεί να δικαιολογήσει τις τιμές που ζητούνται από τις ξένες εταιρείες. Αυτό το θέμα έχει προεκτάσεις. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι τα φαρμακεία με κλάσμα μόλις του κέρδους των ξένων εταιρειών απασχολούν στην Ελλάδα σχεδόν τριπλάσιους εργαζόμενους από αυτές», αναφέρει ο Γ. Δαγρές.
Το εντυπωσιακό είναι ότι σε έξοδα μάρκετινγκ και προώθησης (οι γνωστές «χορηγίες») ξοδεύθηκε το 23% του συνολικού τζίρου, δηλαδή 15 φορές περισσότερα χρήματα απ' όσα δόθηκαν για έρευνα! Ισως αυτό να εξηγεί το γιατί από το 1991 έως και το 2007 (στοιχεία Ε.Ε.) έχει μειωθεί αισθητά η παραγωγή νέων πρωτότυπων φαρμάκων.
Είναι πασιφανές λοιπόν πως η συνήθης δικαιολογία για «υψηλά έξοδα σε έρευνα και ανάπτυξη» που επικαλούνται οι πολυεθνικές φαρμακοβιομηχανίες για να στηρίξουν την υψηλή κοστολόγηση των φαρμάκων διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα είναι τουλάχιστον προσχηματική...
Source : enet.gr
Όλα όσα αφορούν την πρωτογενή ανάπτυξη και τη μεταποίηση αγροτικών προϊόντων καθώς και μελέτες για την προώθηση τόσο των ελληνικών προϊόντων όσο και του υγιεινού τρόπου διατροφής.
Ελληνική Αγροτική Ανάπτυξη
Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011
Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011
Πολυεθνικές πωλούν στην Ελλάδα ακριβότερα
Είναι ένα χάσμα που διατηρείται εδώ και χρόνια. Ιδια προϊόντα, από κοινούς παραγωγούς, με διαφορετικές τιμές στα ράφια των ευρωπαϊκών σούπερ μάρκετ. Τιμοληψίες των τελευταίων τριών ετών δείχνουν ότι οι έλληνες καταναλωτές πληρώνουν συνήθως πιο ακριβά για τα ίδια είδη, παρά τη μείωση της αγοραστικής τους δύναμης εξαιτίας των περικοπών σε μισθούς και συντάξεις.
Ερευνα των «ΝΕΩΝ» σε σούπερ μάρκετ της Ελλάδας και του εξωτερικού δείχνει ότι το ίδιο μπουκάλι σαμπουάν είναι κατά 34% πιο ακριβό στη χώρα μας σε σχέση με την Ισπανία. Για ένα κουτί ρύζι ίδιας μάρκας πληρώνουμε 2,24 ευρώ, ενώ στο Βέλγιο η τιμή είναι 1,73 ευρώ. Πιο ακριβό στην Ελλάδα κατά 16,8% είναι και ένα μπουκάλι αναψυκτικού 500 ml σε σύγκριση με την Ισπανία. Από την καταγραφή των τιμών φαίνεται ότι η Ισπανία είναι πιο φτηνή στα περισσότερα προϊόντα, από αναψυκτικά και τρόφιμα μέχρι είδη υγιεινής. Χαμηλότερες τιμές όμως υπάρχουν και στη Βρετανία, τη Σουηδία και το Βέλγιο.
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, εποπτικές αρχές και καταναλωτικές οργανώσεις, οι υψηλοί συντελεστές φορολογίας στην Ελλάδα δεν είναι ο μόνος παράγοντας που ευθύνεται για την κλιμάκωση των τιμών.
Η ελληνική αγορά παραμένει μη ανταγωνιστική, με λίγες πολυεθνικές να κατέχουν το μεγαλύτερο μερίδιο σε ορισμένους κλάδους της. Στρεβλές εταιρικές πρακτικές, κόστος μεταφοράς, αλλά και τα κατάλοιπα των προς τα πάνω στρογγυλοποιήσεων που προκάλεσε η είσοδος της Ελλάδας στην ΟΝΕ οδηγούν συχνά τα προϊόντα με αυξημένη τιμή στα ράφια των ελληνικών σούπερ μάρκετ. Η κερδοσκοπία μεσαζόντων στην αλυσίδα διανομής ή εταιρειών που παρασκευάζουν τα προϊόντα διευκολύνεται στη χώρα μας από την ανελαστικότητα της ζήτησης και την έλλειψη καταναλωτικής συνείδησης από μεγάλη μερίδα του αγοραστικού κοινού.
Αδυναμίες που φαίνεται να συντηρούνται με το πέρασμα των ετών. Το 2008 το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών είχε πραγματοποιήσει αντίστοιχη έρευνα σε τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες. Τότε είχε διαπιστώσει ότι κάποια προϊόντα πωλούνταν έως και 70% ακριβότερα στην Ελλάδα. Για μια οδοντόκρεμα Colgate ο έλληνας καταναλωτής πλήρωνε 20,40% περισσότερο από έναν Ισπανό και 47,5% από έναν Βέλγο. Ενα λίτρο φρέσκο γάλα κόστιζε 1,38 ευρώ στην Ελλάδα, ενώ στις άλλες χώρες της έρευνας (Βέλγιο, Αυστρία, Γαλλία, Ισπανία) η τιμή του κυμαινόταν στα 0,99 - 1,1 ευρώ. Αυτά τα στοιχεία είχαν κατατεθεί τότε στο υπουργείο Ανάπτυξης προκειμένου να ρυθμιστούν οι ανισότητες.
Εναν χρόνο αργότερα το Κέντρο Προστασίας Καταναλωτών ασχολήθηκε ξανά με το ίδιο ζήτημα συγκρίνοντας τιμές σε προϊόντα της ίδιας αλυσίδας σούπερ μάρκετ σε Θεσσαλονίκη και Βερολίνο. Τα αποτελέσματα δεν ήταν διαφορετικά. Από τα 117 που συγκρίθηκαν μόλις τρία είχαν την ίδια τιμή. Στην Ελλάδα 15 προϊόντα ήταν φθηνότερα, ενώ 99 ακριβότερα. Για να αγοραστούν όλα τα καταναλωτικά αγαθά της λίστας που είχε συντάξει η οργάνωση θα πλήρωνε κάποιος 328 ευρώ στην Ελλάδα και 243 στη Γερμανία. Η κατάσταση δεν βελτιώθηκε ούτε το 2010. Σε σχετική έρευνα που είχαν δημοσιεύσει τότε «ΤΑ ΝΕΑ», οι Ελληνες αγόραζαν κατά 51% πιο ακριβά την ίδια συσκευασία δημητριακών σε σχέση με τους Βρετανούς. Η χώρα μας είχε τον υψηλότερο ΦΠΑ για τα τρόφιμα, όταν σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη ο αντίστοιχος συντελεστής δεν ήταν καν διψήφιος. Στη Γερμανία ήταν 7%, στη Γαλλία 5,5% και στη Σλοβενία 8,5%.
ΡΗΤΡΕΣ. Η ψαλίδα των τιμών οφείλεται ώς έναν βαθμό σύμφωνα με στελέχη της Επιτροπής Ανταγωνισμού στις ρήτρες απαγόρευσης παράλληλων εισαγωγών που επιβάλλουν πολυεθνικές εταιρείες στους λιανεμπόρους. Οπως εξηγεί ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνος Μίχαλος, όταν ορισμένες πολυεθνικές που διαθέτουν πολλούς κωδικούς προϊόντων αντιληφθούν ότι από κάποιον έμπορο γίνεται παράλληλη εισαγωγή σε μεγάλη ποσότητα, τού δημιουργούν προβλήματα. Οι παράλληλες εισαγωγές μπορεί να εξασφαλίσουν ένα είδος σε χαμηλότερη τιμή για τον έμπορο, ωστόσο δεν είναι σταθερές. Δεν υπάρχει σε αυτές διαρκής ροή προϊόντων, την οποία μπορούν να εγγυηθούν οι πολυεθνικές αλλά σε μεγαλύτερη τιμή. Εκμεταλλευόμενες την αδυναμία της παράλληλης αγοράς, ορισμένες πολυεθνικές απειλούν έμμεσα τους λιανεμπόρους ότι στο μέλλον δεν θα υπάρχουν τα προϊόντα τους στο ράφι αν δεν εισάγουν μόνο από αυτούς. Στέλεχος της Επιτροπής Ανταγωνισμού αναφέρει ότι παλιότερα αυτή η «έμμεση απειλή» υπήρχε ως ρήτρα στις συμβάσεις ανάμεσα σε λιανεμπόρους και πολυεθνικές, κατά παράβαση της εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας. Σήμερα, αν και δεν έχει διαπιστωθεί κάτι αντίστοιχο, οι τιμές δεν έχουν μειωθεί και δεν αποκλείεται αυτές οι συμφωνίες να συνεχίζουν να υπάρχουν στην αγορά αλλά να μην είναι καταγεγραμμένες σε συμβάσεις.
«Ο καθορισμός ή η προσπάθεια καθορισμού των τιμών είναι τόσο διαδεδομένος, που σχεδόν έχει απενοχοποιηθεί στη συνείδηση των οικονομικών παραγόντων της χώρας. Κι αυτό, παρότι, εξ ορισμού ο καθορισμός των τιμών είναι συνώνυμος της ακύρωσης κάθε έννοιας ανταγωνισμού. Γιατί με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται οι τιμές να είναι υψηλές, αλλά και συγχρόνως απαλλαγμένες από τον κίνδυνο ανταγωνιστικών πιέσεων, εφόσον ο καθορισμός τους αποκλείει την ύπαρξη χαμηλότερης τιμής στην αγορά», λέει ο πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού Δημήτριος Κυριτσάκης.
ΟΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΕΣ. Πέρα από τις εταιρείες όμως και τους εμπόρους, μερίδιο ευθύνης για την ακρίβεια έχουν και οι καταναλωτές. «Υπάρχουν πολυεθνικές που θεωρούν ότι έχουν δεσπόζουσα θέση στην κυκλοφορία των προϊόντων τους και δεν ρίχνουν τις τιμές. Ξέρουν ότι είναι γνωστή μάρκα και ότι οι Ελληνες θα την προτιμήσουν για το όνομά της. Ακόμα κι αν υπάρχει αντίστοιχο προϊόν άλλου παρασκευαστή σε πιο συμφέρουσα τιμή», παρατηρεί ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Καταναλωτών Γιώργος Λεχουρίτης.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Κέντρου Προστασίας Καταναλωτών Νίκο Τσεμπερλίδη, ο καταναλωτής μπορεί με τις επιλογές του να αντιμετωπίσει τη δράση των καρτέλ. Οταν επιβάλλεται σε μια εταιρεία πρόστιμο για στρεβλές εμπορικές πρακτικές και δημοσιοποιείται, σπάνια επηρεάζεται η στάση του αγοραστικού κοινού. «Στο εξωτερικό όμως είναι διαφορετική η προσέγγιση. Στο Βέλγιο για παράδειγμα, η αντίστοιχη οργάνωση Test-Achats έχει πάνω από ένα εκατομμύριο μέλη. Εμείς είχαμε 8.000 στη δική μας οργάνωση και από αυτά μόλις τα 2.500 είναι ενεργά. Δεν υπάρχει συλλογικότητα στη χώρα μας», λέει ο Νίκος Τσεμπερλίδης.
Κι ενώ την τελευταία τριετία το χάσμα στις τιμές σε ορισμένα προϊόντα πολυεθνικών παραμένει σταθερό, η αγοραστική δύναμη του Ελληνα καταναλωτή περιορίζεται. Το 2009 σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας η αγοραστική δύναμη του Ελληνα βρισκόταν στο 94% αυτής του μέσου Ευρωπαίου. Τον επόμενο χρόνο το ποσοστό έπεσε στο 89%. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τους Ισπανούς είναι 101%, για τους Βέλγους 118% και για τους Βρετανούς 114%.
Source : TA NEA
Ερευνα των «ΝΕΩΝ» σε σούπερ μάρκετ της Ελλάδας και του εξωτερικού δείχνει ότι το ίδιο μπουκάλι σαμπουάν είναι κατά 34% πιο ακριβό στη χώρα μας σε σχέση με την Ισπανία. Για ένα κουτί ρύζι ίδιας μάρκας πληρώνουμε 2,24 ευρώ, ενώ στο Βέλγιο η τιμή είναι 1,73 ευρώ. Πιο ακριβό στην Ελλάδα κατά 16,8% είναι και ένα μπουκάλι αναψυκτικού 500 ml σε σύγκριση με την Ισπανία. Από την καταγραφή των τιμών φαίνεται ότι η Ισπανία είναι πιο φτηνή στα περισσότερα προϊόντα, από αναψυκτικά και τρόφιμα μέχρι είδη υγιεινής. Χαμηλότερες τιμές όμως υπάρχουν και στη Βρετανία, τη Σουηδία και το Βέλγιο.
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, εποπτικές αρχές και καταναλωτικές οργανώσεις, οι υψηλοί συντελεστές φορολογίας στην Ελλάδα δεν είναι ο μόνος παράγοντας που ευθύνεται για την κλιμάκωση των τιμών.
Η ελληνική αγορά παραμένει μη ανταγωνιστική, με λίγες πολυεθνικές να κατέχουν το μεγαλύτερο μερίδιο σε ορισμένους κλάδους της. Στρεβλές εταιρικές πρακτικές, κόστος μεταφοράς, αλλά και τα κατάλοιπα των προς τα πάνω στρογγυλοποιήσεων που προκάλεσε η είσοδος της Ελλάδας στην ΟΝΕ οδηγούν συχνά τα προϊόντα με αυξημένη τιμή στα ράφια των ελληνικών σούπερ μάρκετ. Η κερδοσκοπία μεσαζόντων στην αλυσίδα διανομής ή εταιρειών που παρασκευάζουν τα προϊόντα διευκολύνεται στη χώρα μας από την ανελαστικότητα της ζήτησης και την έλλειψη καταναλωτικής συνείδησης από μεγάλη μερίδα του αγοραστικού κοινού.
Αδυναμίες που φαίνεται να συντηρούνται με το πέρασμα των ετών. Το 2008 το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών είχε πραγματοποιήσει αντίστοιχη έρευνα σε τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες. Τότε είχε διαπιστώσει ότι κάποια προϊόντα πωλούνταν έως και 70% ακριβότερα στην Ελλάδα. Για μια οδοντόκρεμα Colgate ο έλληνας καταναλωτής πλήρωνε 20,40% περισσότερο από έναν Ισπανό και 47,5% από έναν Βέλγο. Ενα λίτρο φρέσκο γάλα κόστιζε 1,38 ευρώ στην Ελλάδα, ενώ στις άλλες χώρες της έρευνας (Βέλγιο, Αυστρία, Γαλλία, Ισπανία) η τιμή του κυμαινόταν στα 0,99 - 1,1 ευρώ. Αυτά τα στοιχεία είχαν κατατεθεί τότε στο υπουργείο Ανάπτυξης προκειμένου να ρυθμιστούν οι ανισότητες.
Εναν χρόνο αργότερα το Κέντρο Προστασίας Καταναλωτών ασχολήθηκε ξανά με το ίδιο ζήτημα συγκρίνοντας τιμές σε προϊόντα της ίδιας αλυσίδας σούπερ μάρκετ σε Θεσσαλονίκη και Βερολίνο. Τα αποτελέσματα δεν ήταν διαφορετικά. Από τα 117 που συγκρίθηκαν μόλις τρία είχαν την ίδια τιμή. Στην Ελλάδα 15 προϊόντα ήταν φθηνότερα, ενώ 99 ακριβότερα. Για να αγοραστούν όλα τα καταναλωτικά αγαθά της λίστας που είχε συντάξει η οργάνωση θα πλήρωνε κάποιος 328 ευρώ στην Ελλάδα και 243 στη Γερμανία. Η κατάσταση δεν βελτιώθηκε ούτε το 2010. Σε σχετική έρευνα που είχαν δημοσιεύσει τότε «ΤΑ ΝΕΑ», οι Ελληνες αγόραζαν κατά 51% πιο ακριβά την ίδια συσκευασία δημητριακών σε σχέση με τους Βρετανούς. Η χώρα μας είχε τον υψηλότερο ΦΠΑ για τα τρόφιμα, όταν σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη ο αντίστοιχος συντελεστής δεν ήταν καν διψήφιος. Στη Γερμανία ήταν 7%, στη Γαλλία 5,5% και στη Σλοβενία 8,5%.
ΡΗΤΡΕΣ. Η ψαλίδα των τιμών οφείλεται ώς έναν βαθμό σύμφωνα με στελέχη της Επιτροπής Ανταγωνισμού στις ρήτρες απαγόρευσης παράλληλων εισαγωγών που επιβάλλουν πολυεθνικές εταιρείες στους λιανεμπόρους. Οπως εξηγεί ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνος Μίχαλος, όταν ορισμένες πολυεθνικές που διαθέτουν πολλούς κωδικούς προϊόντων αντιληφθούν ότι από κάποιον έμπορο γίνεται παράλληλη εισαγωγή σε μεγάλη ποσότητα, τού δημιουργούν προβλήματα. Οι παράλληλες εισαγωγές μπορεί να εξασφαλίσουν ένα είδος σε χαμηλότερη τιμή για τον έμπορο, ωστόσο δεν είναι σταθερές. Δεν υπάρχει σε αυτές διαρκής ροή προϊόντων, την οποία μπορούν να εγγυηθούν οι πολυεθνικές αλλά σε μεγαλύτερη τιμή. Εκμεταλλευόμενες την αδυναμία της παράλληλης αγοράς, ορισμένες πολυεθνικές απειλούν έμμεσα τους λιανεμπόρους ότι στο μέλλον δεν θα υπάρχουν τα προϊόντα τους στο ράφι αν δεν εισάγουν μόνο από αυτούς. Στέλεχος της Επιτροπής Ανταγωνισμού αναφέρει ότι παλιότερα αυτή η «έμμεση απειλή» υπήρχε ως ρήτρα στις συμβάσεις ανάμεσα σε λιανεμπόρους και πολυεθνικές, κατά παράβαση της εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας. Σήμερα, αν και δεν έχει διαπιστωθεί κάτι αντίστοιχο, οι τιμές δεν έχουν μειωθεί και δεν αποκλείεται αυτές οι συμφωνίες να συνεχίζουν να υπάρχουν στην αγορά αλλά να μην είναι καταγεγραμμένες σε συμβάσεις.
«Ο καθορισμός ή η προσπάθεια καθορισμού των τιμών είναι τόσο διαδεδομένος, που σχεδόν έχει απενοχοποιηθεί στη συνείδηση των οικονομικών παραγόντων της χώρας. Κι αυτό, παρότι, εξ ορισμού ο καθορισμός των τιμών είναι συνώνυμος της ακύρωσης κάθε έννοιας ανταγωνισμού. Γιατί με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται οι τιμές να είναι υψηλές, αλλά και συγχρόνως απαλλαγμένες από τον κίνδυνο ανταγωνιστικών πιέσεων, εφόσον ο καθορισμός τους αποκλείει την ύπαρξη χαμηλότερης τιμής στην αγορά», λέει ο πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού Δημήτριος Κυριτσάκης.
ΟΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΕΣ. Πέρα από τις εταιρείες όμως και τους εμπόρους, μερίδιο ευθύνης για την ακρίβεια έχουν και οι καταναλωτές. «Υπάρχουν πολυεθνικές που θεωρούν ότι έχουν δεσπόζουσα θέση στην κυκλοφορία των προϊόντων τους και δεν ρίχνουν τις τιμές. Ξέρουν ότι είναι γνωστή μάρκα και ότι οι Ελληνες θα την προτιμήσουν για το όνομά της. Ακόμα κι αν υπάρχει αντίστοιχο προϊόν άλλου παρασκευαστή σε πιο συμφέρουσα τιμή», παρατηρεί ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Καταναλωτών Γιώργος Λεχουρίτης.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Κέντρου Προστασίας Καταναλωτών Νίκο Τσεμπερλίδη, ο καταναλωτής μπορεί με τις επιλογές του να αντιμετωπίσει τη δράση των καρτέλ. Οταν επιβάλλεται σε μια εταιρεία πρόστιμο για στρεβλές εμπορικές πρακτικές και δημοσιοποιείται, σπάνια επηρεάζεται η στάση του αγοραστικού κοινού. «Στο εξωτερικό όμως είναι διαφορετική η προσέγγιση. Στο Βέλγιο για παράδειγμα, η αντίστοιχη οργάνωση Test-Achats έχει πάνω από ένα εκατομμύριο μέλη. Εμείς είχαμε 8.000 στη δική μας οργάνωση και από αυτά μόλις τα 2.500 είναι ενεργά. Δεν υπάρχει συλλογικότητα στη χώρα μας», λέει ο Νίκος Τσεμπερλίδης.
Κι ενώ την τελευταία τριετία το χάσμα στις τιμές σε ορισμένα προϊόντα πολυεθνικών παραμένει σταθερό, η αγοραστική δύναμη του Ελληνα καταναλωτή περιορίζεται. Το 2009 σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας η αγοραστική δύναμη του Ελληνα βρισκόταν στο 94% αυτής του μέσου Ευρωπαίου. Τον επόμενο χρόνο το ποσοστό έπεσε στο 89%. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τους Ισπανούς είναι 101%, για τους Βέλγους 118% και για τους Βρετανούς 114%.
Source : TA NEA
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)